φελλάτας

φελλάτας
και φελλάντας και φελλέτας και φελλεάτας, ὁ, Α
(ενν. λίθος) είδος λίθου ο οποίος χρησίμευε στην κατασκευή αγαλμάτων.
[ΕΤΥΜΟΛ. Ονομ. είδους λίθου, η οποία εμφανίζει ποικιλία δυσερμήνευτων μορφών (φελλάτας, φελλάντας, φελλέτας, φελλεάτας) και αποτελεί, κατά την επικρατέστερη άποψη, δωρ. τ., πιθ. από την περιοχή τής Σικελίας, άποψη που ενισχύεται και από την προέλευση τής πέτρας αυτής από την περιοχή τών Νήσων τού Αιόλου, που βρίσκονται βόρεια τής Σικελίας. Η λ. χρησιμοποιείται για να δηλώσει ένα είδος ελαφρόπετρας, γεγονός που οδηγεί στη σύνδεση της με τη λ. φελλός*. Αρχικός τ. είναι πιθ. ο τ. φελλ-έτᾱς με επίθημα -έ-της (πρβλ. γαμ-έτης: γάμος, οἰκ-έτης: οἶκος, βλ. και λ. -της). Η σύνδεση τού τ. με τη λ. πέλλα (ΙΙ) «λίθος» δεν θεωρείται πιθανή].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”